επισαφηνίζω

επισαφηνίζω
και επισαφώ / ἐπισαφηνίζω (Α) (Μ και ἐπισαφῶ)
κάνω κάτι σαφέστερο, εξηγώ καλύτερα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσεπισαφηνίζω — Α [ἐπισαφηνίζω] καθιστώ κάτι ακόμη περισσότερο σαφές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”